Τι λες στο παιδί σου που είναι πέντε χρονών για την 28η Οκτωβρίου, την 25η Μαρτίου, την 29η Μαΐου και πάει λέγοντας; Η κατ' αρχήν απάντηση είναι σχετικά απλή. Του λες την αλήθεια, χωρίς όμως να μπαίνεις σε λεπτομέρειες. Παραδείγματος χάριν, πως να πεις σ' ένα πεντάχρονο πως τα Γιάννενα δεν έπεσαν στα χέρια των Ιταλών γιατί ο Κατσιμήτρος έγραψε στ' αρχίδια του τις διαταγές του ΓΕΣ και αντιστάθηκε, ερχόμενος σε αντίθεση με τον Παπάγο; Σ' ένα παιδί σαν την κόρη μου που καθημερινά σχεδόν περνά μπροστά από το μνημείο του μπλόκου της Κοκκινιάς, λες και δυό πράγματα παραπάνω. Και κάθε φορά, προσθέτεις και κάτι περισσότερο.
Μέχρις εδώ, όλα καλά. Όσοι διαβάζετε αυτές τις γραμμές, λίγο πολύ θα συμφωνήσετε πως έτσι έχουν τα πράγματα. Πάμε τώρα στα δύσκολα.
Σε κάποια στιγμή, μα στα πέντε μα στα έξη του χρόνια, το παιδί θα κάνει την ερώτηση: Μπαμπά, γιατί πολεμάνε οι άνθρωποι μεταξύ τους; Ουπς, να ένα ερώτημα δυσκολότερο κι από το το ερώτημα πως γεννιούνται τα παιδιά.
Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα κάνει ό,τι μπορεί για να παρακάμψει ή να απονευρώσει το ερώτημα αυτό. Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα όταν απαντά, απαντά μονοδιάστατα, προβάλλοντας μόνο μία πλευρά του ζητήματος, την κακή. Ξεχνά τις άλλες διαστάσεις, την αναγκαία αλλά και την επιβαλλόμενη. Έτσι, το παιδί βρίσκεται μπροστά στον παραλογισμό από την μιά να χαρακτηρίζεται ο πόλεμος σαν το απόλυτο κακό (σωστό κι αυτό), κι από την άλλη να μαθαίνει πως οι λωρίδες της σημαίας αντιστοιχούν στην φράση "Ελευθερία ή θάνατος". Σκεφτείτε επίσης και την στιγμή που αυτό το λοβοτομικό εκπ/κό σύστημα θα υποχρεωθεί να διδάξει πως
Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή
Τελικά, οφείλουμε να γράψουμε στα παλαιότερα των υποδημάτων μας αυτή την μονολιθικότητα της σύγχρονης εκπαίδευσης και να προσπαθήσουμε να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Και πως τίθεται το πρόβλημα; Κατ' αρχήν ποιά μπορεί να είναι η πολυδιάστατη προσέγγιση του φαινομένου πόλεμος; Απαντήσεις, θα βρει κανείς πολλές ξεκινώντας από τον Όμηρο και φτάνοντας μέχρι τον Παναγιώτη Κονδύλη αλλά και τον Οδυσσέα Ελύτη. Βέβαια, ο Ηράκλειτος και ο Θουκυδίδης δεν είναι κατάλληλοι για ένα πεντάχρονο παιδί. Τον Όμηρο όμως, τον βρίσκω μιά χαρά. Ας δούμε ένα παράδειγμα.
1. Ο Άρης, επιστρέφει στον Όλυμπο τραυματισμένος από τον Διομήδη και ο Δίας του τα χώνει χοντρά:
Κι είπεν ο Δίας ταυροκοιτώντας τον ο νεφελοστοιβάχτης:
«Τι μου 'ρχεσαι κοντά, πεντάγνωμε, και κλαψουρίζεις τώρα;
τι πάντα πόλεμοι σου αρέσουνε, συνερισιές κι αμάχες.
Έχεις της μάνας σου το αλύγιστο που δε βαστιέται πείσμα,
της Ήρας, που μαλλιάζει η γλώσσα μου, μαζί μου ως να συγκλίνει.
Και τώρα εκείνη λέω πως σ᾿ έσπρωξε για να τραβήξεις τόσα.
Μα κι άλλο εσύ να βασανίζεσαι κι εγώ δε θέλω τώρα'
σε γέννησε από μένα η μάνα σου κι είσαι γενιά δικιά μου.
Μ᾿ αν ήταν άλλος ο πατέρας σου, στριμμένε, χρόνια τώρα
θα σ᾿ είχα ρίξει μες στα Τάρταρα, πιο κάτω απ᾿ τους Τιτάνες.»
Είπε, και τον Παιήονα φώναξε να 'ρθεί και να τον γιάνει.
Τότε ο Παιήονας απιθώνοντας πα στην πληγή βοτάνια
μαλαχτικά μεμιάς τον έγιανε᾿ θνητός μαθές δεν ήταν.
Πώς με την πρώτη το συκόγαλο το άσπρο το γάλα πήζει,
κι ας είναι αριό, κι ως το ανακάτωσες θωρείς το ευτύς πηγμένο'
όμοια γοργά κι αυτός τον γιάτρεψε τον αντρειωμένον Άρη.
Κι η Ήβη τον έλουσε και του 'δωκε σκουτιά φρεσκοπλυμένα.
Μετά καθίζει καμαρώνοντας στο γιο του Κρόνου δίπλα.
Στου Δία κι εκείνες του τρισμέγαλου το αρχοντικό διαγύραν,
μαζί η Παλλάδα η στρατολάτισσα με την Αργίτισσα Ήρα,
μια και τον άγριον Άρη σκόλασαν απ᾿ τ᾿ αντροφονικά του.
(Ε 888-909)
2. Ο Έκτορας συναντά στα τείχη της Τροίας την Ανδρομάχη:
Ήρθε λοιπόν κι εστάθη αντίκρυ του, κι η βάγια από κοντά της
μες στην αγκάλη το απονήρευτο κρατώντας μωρουδάκι,
το γιο του Εχτόρου το μονάκριβο, πανώριο σαν αστέρι
Σκαμάντριο το 'κραζε ο πατέρας του και Καστραφέντη ο κόσμος
τι ο Έχτορας ήταν που διαφέντευε το κάστρο μοναχός του.
Κι αυτός δίχως μιλιά αχνογέλασε σαν είδε τον υγιό του
και δίπλα του η Αντρομάχη στάθηκε με μάτια δακρυσμένα,
το χέρι του 'σφιξε, του μίλησε κι αυτά του λέει τα λόγια:
« Απ᾿ την ορμή την ίδια σου, άμοιρε, θα βρεις το θάνατο σου,
και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα,
που γρήγορα θα μείνω χήρα σου᾿ τι ευτύς οι Αργίτες όλοι
θα σε σκοτώσουνε χιμίζοντας. Μ᾿ αν είναι να σε χάσω,
ν᾿ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές, τι πια άλλη
δε θα 'χω ζεστασιά, αν μου πέθαινες, τρανούς μονάχα θα 'χω
καημούς· κι ουδέ καν ζουν ο κύρης μου κι η σεβαστή μου η μάνα.
Τον κύρη μου ο Αχιλλέας τον σκότωσεν ο αρχοντογεννημένος,
και των Κιλίκων το αψηλόπορτο, το μυριοπλούσιο κάστρο,
τη Θήβα, επάτησε, και σκότωσε τον Ηετίωνα ακόμα,
μα δεν τον έγδυσε, το σπλάχνο του βαθιά τον εσεβάστη᾿
με τα πολύπλουμά του τ᾿ άρματα τον έθαψε, και μνήμα
του ασκώνει· και φτελιές του φύτεψαν ολόγυρα οι πανώριες
Νεράιδες του βουνού, που εγέννησεν ο Βροντοσκουταράτος.
Κι είχα κι εφτά αδερφούς που χαιρόμουν στο αρχοντικό μας μέσα,
κι όλοι την ίδια μέρα εδιάβηκαν στον Άδη κάτω᾿ τι όλους
τους σκότωσε ο Αχιλλέας ο πέρφανος, την ώρα που βοσκούσαν
τα στριφτοζάλικα τα βόδια μας και τ᾿ άσπρα πρόβατα μας,
και τη μητέρα μου, που αφέντευε στης δασωμένης Πλακός
τα ριζοπλάγια, εδώ την έφερε με τ᾿ άλλα του τα κούρσα,
και ξαγορά αφού πήρε αρίφνητη τη λευτερώνει πάλε᾿
τότε όμως η Άρτεμη στου κύρη της τη σκότωσε η δοξεύτρα.
Έχτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα
κι αδέρφι, εσύ και λεβεντόκορμος στην κλίνη σύντροφος μου.
Αχ έλα τώρα πια, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,
μην κάνεις ορφανό το σπλάχνο σου, μην κάνεις χήρα έμενα.
Στην άγρια τη συκιά το ασκέρι σου για στήσε δίπλα τώρα,
κει πού το κάστρο ευκολοπαίρνεται και τα τειχιά πατιούνται.
Ν᾿ ανέβουν τρεις φορές δοκίμασαν με διαλεγμένο ασκέρι
οι γιοι του Ατρέα κι ο πολυδόξαστος ο Ιδομενέας κι ο γαύρος
Διομήδης κι ο Αίας κι ο συνονόματος υγιός του Οϊλέα, δω πάνω᾿
θες κάποιος μάντης τους αρμήνεψε, τις θείες βουλές που ξέρει,
θες και μονάχοι τους δοκίμασαν κι από δικού τους ήρθαν.»
Κι ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά της δίνει:
« Κι εγώ όλα τούτα τα στοχάζομαι, καλή μου, αλήθεια᾿ ωστόσο
μπροστά στους Τρώες περίσσια ντρέπουμαι και στις μακρομαντούσες
Τρωαδίτισσες, μακριά απ᾿ τον πόλεμο σαν τον κιοτή να φεύγω'
μήτε το λέει η καρδιά μου, τι έμαθα να 'μαι αντρειωμένος πάντα
και μέσα στη σφαγή να βρίσκομαι στους Τρώες τους μπροστομάχους,
την τρανή δόξα του πατέρα μου και μένα να κρατήσω'
τι εγώ στο νου μου και στα φρένα μου καλά το ξέρω αλήθεια:
Θα ξημερώσει μέρα κάποτε πού θα χαθεί το κάστρο
της Τροίας κι ο Πρίαμος ο πολέμαρχος κι όλος μαζί ο λαός του.
Μα τόσο για των Τρωών δε νοιάζομαι τα πάθη όπου 'ναι να 'ρθουν,
κι ουδέ για την Εκάβη νοιάζομαι και για τον Πρίαμο τόσο
και για τ᾿ αδέρφια μου, που κάποτε περίσσια κι αντρειωμένα
θα κυλιστούν στη σκόνη, πέφτοντας απ᾿ των οχτρών τα χέρια —
όσο για σένα, όταν χαλκάρματος κάποιος Αργίτης πάρει
τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη᾿
και στο Άργος πέρα υφαίνεις έπειτα στον αργαλειό μιας ξένης,
κι απ᾿ τη Μεσσήιδα η την Υπέρεια σου λεν νερό να φέρνεις,
πολύ άθελα σου, μα ανημπόρετη θα σε βαραίνει, ανάγκη'
και κάποιος πει τυχόν, θωρώντας σε να χύνεις μαύρα δάκρυα:
Γιά κοίτα τη γυναίκα του Έχτορα, που ήταν στη μάχη ο πρώτος
μέσα στους Τρώες τους αλογάρηδες, σύντας την Τροία χτυπούσαν."
Αυτά θα πει, και τότε μέσα σου ξανά θ᾿ ανάψει ο πόνος,
τι έλειψε αυτός που δε θα σ᾿ άφηνε να σκλαβωθείς ποτέ του.
Μα κάλλιο να μη ζω, να βρίσκομαι βαθιά στη γη χωσμένος,
το σούρσιμό σου και το σκούξιμο προτού στ᾿ αφτιά μου φτάσουν!»
Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια'
μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας
με δυνατές φωνές, τι έτρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,
απ᾿ το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ᾿ τη φούντα
την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα,
κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ᾿ το κεφάλι βγάζει
το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.
Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια,
κι έτσι μετά στο Δία προσεύκουνταν και στους θεούς τους άλλους:
«Πατέρα Δία κι εσείς οι επίλοιποι θεοί, και τούτος δώστε,
ο γιος μου, όπως εγώ περίλαμπρος μέσα στους Τρώες να γένει,
άντρας τρανός, και πολυδύναμα την Τροία να κυβερνήσει'
κι ένας να πει: "πολύ καλύτερος απ᾿ το γονιό του ετούτος,"
σα θα γυρίζει από τον πόλεμο με κούρσα αιματωμένα᾿
οχτρού που σκότωσε, κι η μάνα του βαθιά ν᾿ αναγαλλιάσει.»
Έτσι μιλεί, και στης γυναίκας του τα χέρια τον υγιό τους
απίθωσε, κι αυτή τον δέχτηκε στο μυρωδάτο κόρφο
δακρυογελώντας᾿ την επόνεσε καθώς την είδε εκείνος,
και με το χέρι του τη χάιδεψε κι αυτά της λέει τα λόγια:
«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες στην καρδιά σου τόσο'
κανείς, αν δεν το στρέγει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει·
το ξέρω, απ᾿ το γραφτό κανένας μας, κιοτής για παλικάρι,
μια και στον κόσμο αυτό γεννήθηκε, δε γλίτωσε ποτέ του.
Μον᾿ τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα,
τον αργαλειό, την αλακάτη σου, και πρόσταζε τις βάγιες
να πιάνουνε δουλειά᾿ τον πόλεμο θα τον κοιτάξουν οι άντρες
όλοι όσοι μες στην Τροία γεννήθηκαν, κι εγώ περίσσια απ᾿ όλους.»
Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, και σήκωσε το κράνος
το αλογουρίσιο᾿ κι η γυναίκα του τραβούσε για το σπίτι,
όλο και πίσω της γυρίζοντας, στα δάκρυα βουτημένη.
Κι ήταν σε λίγο στο καλόφτιαχτο το αρχοντικό φτασμένη
του αντροφονιά του Εχτόρου, κι έσμιξε κει μέσα με τις βάγιες·
λίγες δεν ήταν, κι όλες άσκωσαν μαζί το μοιρολόγι.
Έτσι τον Έχτορα στο σπίτι του και ζωντανό τον κλαίγαν,
τι δεν έλπιζαν πια, ξεφεύγοντας των Αχαιών τα χέρια
και την ορμή, ξανά απ᾿ τον πόλεμο να τόνε ιδούν να γύρει.
(Η 399-503)
Είδατε τι ωραία που τα λέει ο παππούς Όμηρος; Από την μιά ο Δίας λέει στον γυιό του, κωλόπαιδο όλο φασαρίες και τσακωμούς είσαι και γι αυτό δεν σε γουστάρω κι αν δεν ήσουν παιδί μου θα σε είχα στείλει στον διάολο κι ακόμα παραπέρα, από την άλλη πάλι ο Έκτορας λέει στην γυναίκα του κράτα το παιδί κι άσε με μένα να πάω να ξεκοιλιάσω μερικούς Αχαιούς, γιατί έχω φιλότιμο και ντρέπομαι να κάτσω πίσω και γιατί δεν θέλω να καταλήξεις παραδουλεύτρα στο ανάκτορο κανενός Αχαιού...
Καλά όλα αυτά θα πει κάποιος, αλλά πως τα διδάσκεις σ' ένα παιδί; Πως του διαβάζεις τις ραψωδίες εκείνες που μπροστά τους οι transformers μοιάζουν οικότροφοι καθολικού παρθεναγωγείου της Ελβετίας; Στο θέμα αυτό, μπορεί να επανέλθω στο μέλλον, αλλά αυτό, το πως δηλαδή, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στην επαφή του παιδιού με τις αλήθειες του Ομήρου που εκατόν σαράντα τουλάχιστον γενιές τώρα τροφοδοτούν συνεχώς τις ψυχές όσων μετέχουν της ελληνικής παιδείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου